- σιλουέτα
- [силуэта] ουσ. Θ. силуэт
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σιλουέτα — και, παλαιότ. τ., σιλουέττα, η, Ν 1. (καλ. τέχν.) η απεικόνιση προσώπου ή πράγματος μόνο με το περίγραμμα 2. οι γραμμές τού ανθρώπινου σώματος («δείχνει ιδιαίτερη φροντίδα για τη σιλουέτα της») 3. λεπτό και κομψό ανθρώπινο σώμα («στο βάθος… … Dictionary of Greek
σιλουέτα — η (λ. γαλλ.) 1. περίγραμμα του σώματος. 2. κομψό γυναικείο σώμα: Κάνει δίαιτα για να διατηρήσει τη σιλουέτα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Νεστρόι, Γιόχαν — (Johann Nepomuk Eduard Ambrosius Nestroy, Βιέννη 1801 – Γκρατς 1862). Αυστριακός θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως λυρικός τραγουδιστής, αλλά πολύ γρήγορα αφοσιώθηκε στο δραματικό θέατρο και συνεργάστηκε με το… … Dictionary of Greek
Ντεζαζέ, Πολίν Βιρζινί — (Pauline VirginieDejazet, Παρίσι 1798 – 1875). Γαλλίδα ηθοποιός του θεάτρου. Εμφανίστηκε στο θέατρο σε ηλικία πέντε ετών, αλλά άρχισε να γίνεται γνωστή μόνο από το 1821 σε ρόλους σουμπρέτας. Συχνά έπαιζε με αντρικά ρούχα και θεωρήθηκε αξεπέραστη… … Dictionary of Greek
βεργόλιγνος — η, ο ψηλός και λεπτός σαν βέργα: Έχει βεργόλιγνη σιλουέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)